πεντατομικός

πεντατομικός
η , ό[ν] см. πεντασθενής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πεντατομικός" в других словарях:

  • πεντατομικός — ή, ό χημ. χαρακτηρισμός τών χημικών στοιχείων τών οποίων το μόριο αποτελείται από πέντε άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentatomic < πεντα * + άτομο. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»